συνοφθαλμία

συνοφθαλμία
η, Ν
ιατρ. διαμαρτία διάπλασης κατά την οποία υπάρχει μόνο ένα μάτι στη μέση τού μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + οφθαλμός + κατάλ. -ια (πρβλ. ξηρ-οφθαλμία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”